πυρανόμετρο

πυρανόμετρο
το, Ν
(μετεωρ.) γενική ονομασία μετεωρολογικών οργάνων με τα οποία μετρείται η ολική ηλιακή ακτινοβολία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyranometer < pyr- (< πυρ) + ano- (< άνω) + meter (< μέτρο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ακτινοβολία — (αγγλ. radiation). Γενικός όρος με τον οποίο στη φυσική υποδηλώνονται τα φαινόμενα εκπομπής, διάδοσης και απορρόφησης ενέργειας από μέρους σωμάτων, με τη μορφή είτε κυμάτων (α. ηχητική, α. ηλεκτρομαγνητική) είτε σωματιδίων. Οι α. μπορούν να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”